- καλομελετώ
- -άω1. μελετώ καλά, επαρκώς2. λέω ή έχω στον νου μου τα καλά, προοιωνίζομαι τα καλά3. παροιμ. «καλομελέτα κι έρχεται» — δηλ. η αισιόδοξη διάθεση επιδρά ευνοϊκά σε κάθε προσπάθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλομελετώ — και καλομελετάω καλομελέτησα, καλομελετήθηκα, καλομελετημένος 1. μελετώ καλά: Για να περάσεις στις εξετάσεις, πρέπει να καλομελετήσεις τα μαθήματά σου. 2. προοιωνίζομαι καλά: Καλομελέτα κι έρχεται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλομελετώ — καλομελετάω / καλομελετώ, καλομελέτησα βλ. πίν. 158 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλομελετάω — / καλομελετώ, καλομελέτησα βλ. πίν. 158 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής